Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόραξ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κόραξ ο· κόρακας· γεν. εν. κοράκου· ονομ. πληθ. κοράκοι· αιτιατ. πληθ. κοράκους.
  • 1) Κοράκι:
    • (Γλυκά, Στ. 20
    • (υβριστ.):
      • κόρακα αχόρταγε, φαγά (Φορτουν. Ε´ 256
    • φρ. όντεν ο κόρακας γενεί άσπρος σαν περιστέρι = ποτέ («αδύνατον»):
      • (Ριμ. κόρ. 584).
  • 2) (Με επιθετ. χρ.) μαύρος θλιβερός σαν κοράκι:
    • του Χάρου του κοράκου (Πικατ. 40).
  • Η λ. ως επών.:
    • (Δούκ. 1732).
  • Ο τ. ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 21919).

[αρχ. ουσ. κόραξ. Ο τ. στο Meursius και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες