Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόπρος
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόπρος η [kópros] Ο35 : στην έκφραση η ~ του Aυγείου: α. για υπερβολική βρομιά. β. (μτφ.) για σωρεία σκανδάλων και βρόμικων υποθέσεων.

[λόγ. < αρχ. κόπρος]

[Λεξικό Κριαρά]
κόπρος (I) η — ο, (Σπανός A 70), (D 1784).

[αρχ. ουσ. κόπρος η. Το αρσ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κόπρος (II) το.
  • Kοπριά:
    • το κόπρος, ήγουν η κοπρία (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 316v).

[ουσ. κόπρος (I) με αλλαγή γένους. Η λ. στον Αχμέτ (Ληναίου 1935: 201)]

[Λεξικό Κριαρά]
κοπροσκούπιρα τα.
  • Κοπριές και σκουπίδια:
    • (Βακτ. αρχιερ. 162).

[<ουσ. κόπρος + σκούπιρα (Μπόγκας Α´ 352, λ. σκούπρα, Β´ 61, Λάζαρης 164, λ. σκούπρο, κ.α.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπροσκυλιάζω [koproskiázo] Ρ2.1α : (προφ.) για άνθρωπο αργόσχολο, τεμπέλη και χαραμοφάη που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί.

[κοπρόσκυλ(ο) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπρόσκυλο το [kopróskilo] Ο41 : (προφ.) 1. χαρακτηρισμός αδέσποτου σκύλου που δεν είναι ράτσας· κοπρίτης. 2. (μτφ., υβρ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου τεμπέλη, αργόσχολου και χαραμοφάη: Mια ζωή κοπρόσκυλο θα μείνει.

[κοπρο- + σκυλ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες