Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόμπος ο [kómbos] Ο18 : 1. είδος δεσίματος που σχηματίζεται στο σημείο όπου δένονται οι δύο άκρες ενός νήματος, σκοινιού κτλ. και το οποίο γίνεται τόσο σφιχτότερο, όσο πιο πολύ τεντώνουμε τις άκρες: Tι ~ είναι αυτός και δε λύνεται! Kάνε μου έναν κόμπο στην κλωστή. Δέθηκε ~ το κορδόνι. Ένωσε τις δύο κορδέλες με κόμπο. Ο ~ της γραβάτας. Nαυτικός ~, πολύπλοκος και στερεός. Δένω το μαντίλι κόμπο, για να μην ξεχά σω κτ. που πρέπει να κάνω ή για να βρεθεί, όπως πιστεύει ο λαός, κτ. που χάθηκε. ΦΡ δένω κτ. κόμπο, θεωρώ ως βέβαιο ή δεδομένο κτ. που μου δόθηκε απλώς ως υπόσχεση· κομποδένω. 2. (μτφ., οικ.) α. ως προς το σχήμα, για διάφορα μικρά εξογκώματα που μοιάζουν με κόμπο: Kαλάμι με κόμπους. Έχει κόμπους στα δάχτυλα. β. ως προς τη λειτουργία, κυρίως σε ΦΡ εδώ είναι ο ~!, το κρίσιμο σημείο μιας δύσκολης και πολύπλοκης υπόθεσης. έφτασε ο ~ στο χτένι*. 3. (λαϊκότρ.) η ελάχιστη ποσότητα ενός υγρού· σταγόνα2: Bάλε μου έναν κόμπο λάδι. Δεν υπάρχει ούτε ~ κρασί.
[μσν. κόμπος < ελνστ. κόμβος `ταινία, αγκράφα΄ (προφ. [mb] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- κόμπος (I) ο.
-
- 1) Δέσιμο νήματος ή υφάσματος· κάτι που μοιάζει με κόμπο:
- κλαπωτόν κομπώσιον είχεν η σέλα εκείνη … με χρυσαργύρους κόμπους (Αχιλλ. N 1123)·
- ένα μέρος απ’ αυτά (ενν. τα μαλλιά) με χίλιους κόμπους σέρνεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1179]).
- 2)
- α) Προκ. για δάκρυ:
- τα δάκρυα της εστάλαζαν ως κόμποι (Λίβ. Sc. 2429)·
- β) (μεταφ.) σταγόνα (εδώ δακρύου):
- εις τα ματοφρύδια μου κρεμάζονται οι κόμποι (Συναξ. γαδ. 207).
- α) Προκ. για δάκρυ:
- 3) ?Ανωμαλία εδάφους:
- παρακάτω … έναι έξω αμμούδα· έχει κόμπον και στέκεσαι (Πορτολ. Β 4712).
- 4) Δεσμός:
- με του πόθου τον γλυκύ τον κόμπον να δεθούσι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1117])·
- φρ. δένω κόμπο = σμίγω, συναντιέμαι:
- (Ροδολ. Γ´ 294).
- 5) Έκφρ. κόμπος του λαιμού = προεξοχή που κάνει ο λάρυγγας, το «καρύδι» (βλ. Τσουδερός 1969: 132):
- (Δεφ., Σωσ. 261).
- 6) Φρ. ήρθ’ ο κόμπος (εις το κτένι) = τα πράγματα έχουν φθάσει σε κρίσιμο σημείο, σε αδιέξοδο:
- (Ζήν. Ε´ 289), (Φαλλίδ. 206).
[<παλαιότ. ουσ. κόμβος (4. αι., Lampe, Σούδα), άγν. ετυμ. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1) Δέσιμο νήματος ή υφάσματος· κάτι που μοιάζει με κόμπο:
[Λεξικό Κριαρά]
- κόμπος (ΙI) ο.
-
- Κομπασμός·
- μεγαλοπρεπής εορτή:
- κόμποις και πανηγύρεσιν εκάτεροι ποιούντες (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 1209).
- μεγαλοπρεπής εορτή:
[αρχ. ουσ. κόμπος]
- Κομπασμός·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομποσκοίνι το [komboskíni] Ο44 : μάλλινο σκοινί με κόμπους, με τους οποίους οι μοναχοί μετρούν τις προσευχές τους.
[κόμπ(ος) -ο- + σκοιν(ί) -ι (πρβ. μσν. κομπόσκοινον)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομπόστα η [kombósta] Ο25 : επιδόρπιο από φρούτα βρασμένα σε ένα αραιό διάλυμα ζάχαρης: ~ αχλάδι / ροδάκινο.
[μσν. κομπόστα < ιταλ. composta]