Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κωδώνιον το· κουδούνι· κουδούνιν· κουδούνιον.
-
- Kουδούνι:
- (Διγ. Άνδρ. 34713).
[μτγν. ουσ. κωδώνιον. T. κωδώνιν σήμ. ποντ. O τ. κουδούνι στο Βλάχ. (πληθ. ‑ια στο Meursius) και σήμ.]
- Kουδούνι: