Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυψέλη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυψέλη η [kipséli] Ο30 : 1. τεχνητή κατοικία σμήνους μελισσών που αποτελείται από πολλές μικρές πολυγωνικές κοιλότητες. || το σύνολο των μελισσών που κατοικούν σε μια κυψέλη. 2. (μτφ.) για τόπο όπου πολλοί άνθρωποι μαζί εργάζονται εντατικά και οργανωμένα.

[λόγ.: 1: αρχ. κυψέλη· 2: σημδ. γαλλ. cellule]

[Λεξικό Κριαρά]
κυψέλη η· ’υψέλη.
– Βλ. και γυψέλιν.
  • Kυψέλη μελισσών:
    • σαν μέλισσας ’υψέλη (Πιστ. βοσκ. III 5, 104).

[αρχ. ουσ. κυψέλη. T. γυ‑ σήμ. κρητ. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες