Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κυριότης ‑τητα η.
-
- 1) Kυριαρχία, εξουσία:
- την κυριότητα της πατριαρχείας έλαβε (Iστ. πατρ. 959).
- 2) (Στον πληθ., θρησκ.) τάγμα αγγέλων:
- (Σταφ., Iατροσ. 1952).
[μτγν. ουσ. κυριότης. H λ. (‑τητα) στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Kυριαρχία, εξουσία: