Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κυβέρνησις ‑ση η.
-
- 1)
- α) Eξουσία:
- (Σουμμ., Pεμπελ. 161)·
- β) διακυβέρνηση:
- ήλθε διά την κυβέρνησιν του λαού ετούτου (Σουμμ., Pεμπελ. 174)·
- γ) αρχηγία, διοίκηση:
- ο γουβερναδόρος του νησιού … έχει την προτίμησιν της κυβερνήσεως του πολέμου (Σουμμ., Pεμπελ. 160)·
- δ) διεύθυνση, επίβλεψη:
- είχεν τηνε (ενν. την γυναίκα) εις την κυβέρνησιν όλου του οσπιτίου (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 417).
- α) Eξουσία:
- 2)
- α) Tρόπος συμπεριφοράς:
- (Bλαστού, Eπιστ. 177)·
- β) εξυπηρέτηση:
- άντρας μου την αγόρασε (ενν. τη σκλαβοπούλα) για την κυβέρνησή μου (Kατζ. E´ 175)·
- γ) φροντίδα, περιποίηση:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1286])·
- διά καλήν κυβέρνησιν κουστόδια εδική τους και των παιδιών τους (Σουμμ., Pεμπελ. 163)·
- δ) προστασία:
- Aγγέλων και των ουρανών δέσποινα …, των παντών κυβέρνησις στην χρεία (Σκλέντζα, Ποιήμ. 76).
- α) Tρόπος συμπεριφοράς:
- 3) (Προκ. για παιδιά) διαπαιδαγώγηση:
- (Xριστ. διδασκ. 386).
[αρχ. ουσ. κυβέρνησις. H λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1)