Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτύπος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κτύπος ο· έκτυπος· χτύπος.
  • 1)
    • α) Δυνατός ήχος· κρότος:
      • (Διγ. Esc. 1150), (Διγ. Άνδρ. 34713), (Aχιλλ. N 1141
    • β) θόρυβος, φασαρία:
      • (Πανώρ. Πρόλ. 43).
  • 2) Ήχος·
    • α) που προκαλείται από κρούση:
      • (Διγ. Esc. 1175), (Eρωτόκρ. Δ´ 989
    • β) από πτώση:
      • (Iστ. πατρ. 9611
    • γ) ροής του νερού:
      • (Eρωτόκρ. B´ 670
    • δ) παλμού της καρδιάς:
      • (Πανώρ. B´ 241
    • ε) μουσικού οργάνου:
      • (Eρωτόκρ. A´ 564).
  • 3) Έκφρ. κτύπος αζαρίου = ζαριά (προκ. για βιαστική, επιπόλαιη κρίση ή ενέργεια):
    • (Pιμ. Bελ. ρ 534).

[αρχ. ουσ. κτύπος. T. έχτυπος σήμ. ιδιωμ. H λ. και ο τ. χτύ‑ και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες