Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτενίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κτενίζω· χτενίζω.
  • Xτενίζω:
    • κτενίζου την κεφαλή (Πανώρ. A´ 413).

[αρχ. κτενίζω. O τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες