Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρας
38 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
κρας το,
βλ. κρέας.
[Λεξικό Κριαρά]
κρασάκι το.
  • Kρασί (θωπευτ.):
    • (Πτωχολ. A 127).

[<ουσ. κρασίν + κατάλ. άκι. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κρασάτος, επίθ.
  • Mαγειρεμένος με κρασί:
    • τρώγουσιν … τα άκρη μου (ενν. του γερανού) κρασάτα (Πουλολ. 85).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = είδος φαγητού:
    • (Προδρ. III 128 χφ G κριτ. υπ).

[<ουσ. κρασίν + κατάλ. άτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρασάτος -η -ο [krasátos] Ε3 : (μαγειρ.) για φαγητό που είναι μαγειρεμένο με κρασί: Xταπόδι / κουνέλι κρασάτο. || (ως ουσ.) το κρασάτο, κρέας μαγειρεμένο με κρασί.

[μσν. κρασάτος < κρασ(ί) -άτος]

[Λεξικό Κριαρά]
κρασερός, επίθ.
  • Που περιέχει κρασί:
    • πιθάρια κρασερά (Bαρούχ. 6286).

[<ουσ. κρασί + κατάλ. ερός. H λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κράση η,
βλ. κράσις.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κράση 1 η [krási] Ο31 : η ιδιαίτερη κατάσταση του οργανισμού ενός ανθρώπου από την άποψη της φυσιολογίας, ο ιδιαίτερος τρόπος και βαθμός αντίδρασης ενός οργανισμού σε εξωτερικά νοσογόνα αίτια: Γερή / ασθενική ~.

[λόγ. < αρχ. κρᾶ(σις) -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κράση 2 η : 1. (λόγ.) ανάμειξη. 2. γραμματικό φαινόμενο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, κατά το οποίο γίνεται συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρκτικό φωνήεν ή δίφθογγο της αμέσως επόμενης λέξης. || αντίστοιχο φαινόμενο στα νέα ελληνικά.

[λόγ.: 1: αρχ. κρᾶ(σις) `ανάμειξη΄ (π.χ. κρασιού με νερό) -ση· 2: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρασί το [krasí] Ο43 : αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται από τη ζύμωση του μούστου των σταφυλιών: ~ κόκκινο / άσπρο / ροζέ. Γλυκό / μπρούσκο / ξερό ~. Ένα μπουκάλι παλιό ~, παλαιάς εσοδείας. Δυνατό / ελαφρύ ~. Ξύνισε το ~. Ποτήρι του κρασιού. Ένα ποτήρι ~. Bάλε μου ένα ~! Tον χτύπησε το ~ στο κεφάλι, ζαλίστηκε ή μέθυσε. Δε μιλάει αυτός, μιλάει το ~, για μεθυσμένο. Έκοψε το ~, για κπ. που έπαψε να πίνει. ΦΡ βάζω νερό* στο ~ μου. καλά κρασιά!, ως απάντηση σε κπ. που λέει ασυναρτησίες ή ως έκφραση απογοήτευσης για κτ. που δε φαίνεται να πραγματοποιείται. κρασάκι το YΠΟKΟΡ: Πίνουμε ένα ~;

[μσν. κρασί(ν) < κρασίον < κράσιον (μετακ. τόνου αναλ. προς τα -ίον: ψωμίον, τυρίον) υποκορ. του αρχ. κρᾶσ(ις) `ανάμειξη΄ (π.χ. κρασιού με νερό) -ιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρασίλα η [krasíla] Ο25α : η υπερβολικά έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά που αναδίδει το κρασί και συνηθέστερα αυτός που έχει πιει πολύ κρασί.

[κρασ(ί) -ίλα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες