Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κούρος 1 ο [kúros] Ο18 : (λαϊκότρ.) το κούρεμα των προβάτων.
[κουρ(εύω) -ος (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κούρος 2 ο : ανδρικό άγαλμα της αρχαϊκής εποχής, λατρευτικό, αναθηματικό ή επιτύμβιο, που παρίστανε νεαρό άνδρα σε μετωπική στάση όρθιο, γυμνό και χωρίς γένια, να προβάλλει το αριστερό πόδι με τα χέρια κολλημένα στα πλευρά του σώματος.
[λόγ. < γερμ. Kuros ή αγγλ. Kouros (στη νέα σημ.) < αρχ. (ιων. διάλ.) κοῦρος `νεαρός΄]