Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορβάν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορβανάς ο [korvanás] Ο1 : (οικ.) το ταμείο: Ο δημόσιος / κρατικός ~. Έχουμε κοινό κορβανά.

[λόγ. < ελνστ. κορβανᾶς `ο θησαυρός του ναού΄ < κορβᾶν < αραμ. qorbān `προσφορά για την υπηρεσία στο Θεό΄ -ᾶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες