Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοράσιον το· κοράσι· κοράσιν· κοράσιο· κοράσο.
-
- 1) Κορίτσι· παρθένα, ανύπαντρη γυναίκα:
- (Ερωτόκρ. Α´ 1245), (Σπαν. O 195).
- 2) Κόρη, θυγατέρα:
- (Απολλών. 183).
- 3)
- α) Σύζυγος:
- εγώ και το κοράσιον μου να είμεθεν αντάμα (Διγ. Esc. 1304)·
- β) ερωμένη:
- (Διγ. Gr. 395).
- α) Σύζυγος:
- 4) Θεραπαινίδα, ακόλουθος:
- (Θησ. Γ´ [835]).
[μτγν. ουσ. κοράσιον. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. Ο τ. ‑ιν και σήμ. κυπρ.]
- 1) Κορίτσι· παρθένα, ανύπαντρη γυναίκα: