Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπρών
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κοπρών ο.
  • Σωρός από κοπριές και σκουπίδια:
    • (Σπανός D 1323).

[αρχ. ουσ. κοπρών. Τ. νας στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες