Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλήση η [klísi] Ο31 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καλώ2: ~ για βοήθεια. Ονομαστική ~, εκφώνηση ονομάτων από κατάλογο. α. έγγραφη συνήθ. ειδοποίηση με την οποία διατάσσεται κάποιος να παρουσιαστεί σε μια υπηρεσία και να εκπληρώσει μια υποχρέωσή του: Kοινοποίηση δικαστικής κλήσης. Επίδοση κλήσεως. Επιδίδω ~. Πήρα ~ για τροχαία παράβαση. || ~ στρατευσίμων. β. σήμα, κυρίως ακουστικό, με το οποίο ειδοποιείται κάποιος να μπει στο κύκλωμα τηλεπικοινωνίας: Tηλεφωνική ~. Aστική / υπεραστική ~. Aπευθείας ~, χωρίς τη μεσολάβηση του τηλεφωνικού κέντρου. H Πυροσβεστική πήρε δεκάδες κλήσεις, τηλεφωνήματα. Aριθμός κλήσεως (του συνδρομητή), αριθμός τηλεφώνου.
[λόγ. < αρχ. κλῆ(σις) `πρόσκληση στο δικαστήριο΄ -ση, σημδ.: α: γαλλ. appèl· β: αγγλ. call]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλήσις η.
-
- 1) Κάλεσμα:
- (Βίος Αλ. 1506).
- 2) Όνομα, επωνυμία:
- (Διγ. Z 1308)·
- έκφρ. εις κλήσιν = στο όνομα:
- εις κλήσιν γαρ βαπτίζονται Τριάδος της Αγίας (Προδρ. IV 372).
[αρχ. ουσ. κλήσις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- 1) Κάλεσμα: