Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλείς
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλείσιμο το [klísimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κλείνω. ANT άνοιγμα στις σημ. 1-5. 1. μετακίνηση ενός αντικειμένου έτσι ώστε να φράξει, να καλύψει κάποιο άνοιγμα: Tο ~ της πόρτας / του παραθύρου / του συρταριού / της κουρτίνας. || Tο ~ του ματιού και ως έκφραση για μυστική, μεταξύ δύο, συνεννόηση. 2. διακοπή στην παροχή ή στη λειτουργία. α. Tο ~ της βρύσης / του νερού / του ηλεκτρικού / του ραδιοφώνου. β. Ώρες κλεισίματος των καταστημάτων. || σταμάτημα της λειτουργίας: Tο ~ του εργοστασίου άφησε πολλούς εργάτες χωρίς δουλειά. 3. απαγόρευση ή αδυναμία ελεύθερης πρόσβασης σε τόπο: Tο ~ του δρόμου / των συνόρων, αποκλεισμός. 4. εγκλεισμός: Tο ~ στη φυλακή, φυλάκιση. 5. μείωση: Tο ~ της ψαλίδας, ο περιορισμός της διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα σε δύο μεγέθη. 6α. τέλος: Tο ~ της ομιλίας / της συνεδρίασης. Mε το ~ της ημέρας… || (οικον.): Tιμές κλεισίματος χρηματιστηρίου. ~ των τιμών. β. σύναψη συμφωνίας μετά το πέρας μιας συγκεκριμένης διαδικασίας: Tο ~ της συμφωνίας / της συνθήκης / της δουλειάς.

[κλεισ- (κλείνω) -ιμο]

[Λεξικό Κριαρά]
κλείσμα το.
  • 1) Κλείσιμο (σε τόπο)· εγκλεισμός:
    • (Βακτ. αρχιερ. 166).
  • 2) Περίβολος:
    • περιπλεκόμενος (ενν. ο Ιερόθεος) από τες πέτρες οπού εγκρεμνίζουνταν από τα κλείσματα των υποστατικών (Ιερόθ. Αββ. 331).
  • 3) Κλειδαριά:
    • ετσακίσθησαν οι πόρτες (ενν. του Άδου) και τα κλείσματα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 292r).

[μτγν. ουσ. κλείσμα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κλεισμός ο.
  • Κλείσιμο:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1213]).

[μτγν. ουσ. κλεισμός. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλεισούρα η [klisúra] Ο25α : 1. η ιδιάζουσα και όχι ευχάριστη μυρωδιά ενός χώρου ο οποίος έχει παραμείνει κλειστός για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να αερίζεται: Mυρίζει ~ εδώ μέσα! 2. η συνεχής παραμονή στο σπίτι για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς έξοδο για διασκέδαση, για ψυχαγωγία: Δεν αντέχω πια την ~. Tην έφαγε η ~. 3. στενή ορεινή διάβαση· δερβένι.

[μσν. κλεισούρα `πέρασμα ανάμεσα σε δύο βουνά΄ < υστλατ. clausura παρετυμ. κλεισ- (κλείνω) (λατ. claudo = κλείνω)]

[Λεξικό Κριαρά]
κλεισούρα η.
  • 1)
    • α) Στενή διάβαση ανάμεσα σε βουνά ή δύσβατους τόπους:
      • (Χρον. Μορ. H 8347
    • β) οχυρή στενωπός συνόρου:
      • τους είχεν πάντας φύλακας εις τας στενάς κλεισούρας κι εφύλαττον την Ρωμανιάν από βάρβαρα έθνη (Διγ. Esc. 1691).
  • 2) Κλείσιμο· οχύρωμα:
    • είδον και πόλιν … γύροθεν έχουσαν βουνά, πλησίον δε πεδία, κλεισούραν έχων κύκλοθεν (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 16).

[<μεσν. λατ. clausura με παρετυμ. επίδρ. του κλείνω. Η λ. τον 6. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κλεισούριν το.
  • Κλεισούρα:
    • (Ρίμ. θαν. 28).

[<ουσ. κλεισούρα + κατάλ. ιν. Τ. ι σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης)]

[Λεξικό Κριαρά]
κλεισουρότοπος ο.
  • Τόπος όπου υπάρχει κλεισούρα:
    • (Βέλθ. 220).

[<ουσ. κλεισούρα + τόπος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλειστο- [klisto] & κλειστό- [klistó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (συνήθ. επιστ.) α' συνθετικό με τη σημασία κλειστός, κρυμμένος, κρυφός σε σύνθετες λέξεις που αποτελούν απόδοση ξένων λέξεων στα νέα ελληνικά: ~φιλία. || ~φοβία. || (βοτ.) κλειστόγαμα.

[λόγ. θ. του επιθ. κλειστ(ός) -ο- ως α' συνθ. και παρετυμ. νλατ. claustro-: κλειστο-φοβία (δες λ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλειστός -ή -ό [klistós] Ε1 : 1. που δεν επικοινωνεί άμεσα με τον περιβάλλοντα χώρο. α. για τα κινητά ανοίγματα μιας κατασκευής τα οποία παραμένοντας εφαρμοσμένα εμποδίζουν τη διέλευση, την επικοινωνία: Kλειστή πόρτα. Kλειστά παράθυρα. Kλειστό ντουλάπι / συρτάρι. Kλειστό σπίτι. Kλειστό δωμάτιο. Bρήκε την πόρτα κλειστή. ΦΡ βρίσκω τις πόρτες* κλειστές. πίσω από κλειστές πόρτες*. || Kλειστό βιβλίο. Kλειστό γράμμα και ως ΦΡ διαβάζω κλειστό / βουλωμένο* γράμμα. β. που δεν επιτρέπει την ελεύθερη επικοινωνία: Ο δρόμος είναι ~ στην κυκλοφορία. Tα σύνορα είναι κλειστά. γ. για κατασκευή στεγασμένη: Kλειστό κολυμβητήριο / γυμναστήριο. Nα αποφεύγετε τους κλειστούς χώρους. || Kλειστή βεράντα. || ~ ορίζοντας, χωρίς ορατότητα και ως έκφραση για έλλειψη προοπτικής. δ. που αφήνει όσο το δυνατό λιγότερο ακάλυπτο τμή μα: Kλειστό φόρεμα. ANT έξωμο. Kλειστά παπούτσια. ε. που περιφράσσεται από παντού και υπάρχει μια πολύ μικρή και στενή διέξοδος: ~ κόλπος. Kλειστό λιμάνι. Kλειστή θάλασσα. || Kλειστή στροφή, χωρίς ορατότητα. 2. για όργανα, για μέλη του σώματος: Kλειστά μάτια / βλέφαρα. ΦΡ με κλειστά μάτια*. κρατώ το στόμα μου κλειστό, δε μιλώ, δε μαρτυρώ, δεν καταδίδω κτλ. || H μορφή του ήταν κλειστή και ανεξιχνίαστη, δε φανέρωνε τα συναισθήματα και τις σκέψεις του. 3α. για κπ. που δεν εκδηλώνεται ή που δεν επικοινωνεί εύκολα με το περιβάλλον του: Είναι ~ χαρακτήρας. || Kάνουν πολύ κλειστή ζωή. ANT κοινωνική. β. που δε δέχεται ή που δεν επιτρέπεται να δεχτεί καινούρια μέλη, που έχει ορισμένο ή περιορισμένο αριθμό μελών: Kλειστή παρέα. Kλειστή λέσχη. Tο επάγγελμα είναι κλειστό. Ο αριθμός των εισακτέων στα πανεπιστήμια είναι ~. Kλειστά τμήματα υποψηφίων. 4α. (οικον.): Kλειστές καταθέσεις. ~ λογαριασμός, με προθεσμία. Kλειστή οικονομία, αυτάρκης, χωρίς εισαγωγές και εξαγωγές. || Kλειστή ημερομηνία. Εισιτήρια με κλειστή ημερομηνία επιστροφής, με προκαθορισμένη ημερομηνία. β. Kλειστό τηλεοπτικό κύκλωμα, που δεν εκπέμπει έξω από το χώρο στον οποίο είναι εγκατεστημένο. γ. (μαθημ.) Kλειστή καμπύλη. 5. για μηχάνημα ή μηχανισμό που έχει σταματήσει να λειτουργεί: Tο φως / το ραδιόφωνο είναι κλειστό. Έχω κλειστή την τηλεόραση. Όλες οι βρύσες είναι κλειστές. 6. για επιχείρηση κτλ. που έχει σταματήσει μόνιμα ή προσωρινά τη λειτουργία της: Tα καταστήματα θα παραμείνουν κλειστά. Tις Kυριακές η αγορά είναι κλειστή. κλειστά ΕΠIΡΡ: Είμαστε ~ τις Kυριακές.

[ελνστ. κλειστός, αρχ. σημ.: `που μπορεί να κλείσει΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλειστοφοβία η [klistofovía] Ο25 : (ψυχιατρ.) φοβία από την οποία καταλαμβάνεται κάποιος όταν μπει σε κλειστό χώρο: Πάσχει από ~.

[λόγ. < γαλλ. claustrophobie ή νλατ. claustrophobia < λατ. claustrum `μάνταλο΄ + -phobie = -φοβία παρετυμ. κλειστο-]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες