Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κλέπτω· κλέβγω· κλέβω· κλέφθω· κλέφτω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Παίρνω κ. κρυφά ή απρόοπτα, (δι)αρπάζω κ.:
- πάνε οπίσω στο νησί πρόβατα για να κλέψουν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 34811).
- 2) Καταχρώμαι, σφετερίζομαι:
- ο άνομος (ενν. ο Ιούδας) το δέκατον να κλέψει (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1127).
- 3) Καταλαμβάνω, κυριεύω:
- το της Λήμνου κάστρον … εκλάπη … και εδόθη προς την αυθεντίαν των Βενετιών (Σφρ., Χρον. 17418)·
- (μεταφ. προκ. για αρρώστια):
- κλέψει σε θέλει το κακό, πράμα τό δε σ’ αρέσει (Φαλιέρ., Ιστ. 61).
- 4)
- α) Απάγω κάπ., αρπάζω:
- Ρωμαίου παιδίν είμαι και εκλέψασίν με οι Φράγκοι (Πουλολ. 355)·
- (μεταφ.):
- μήπως με κλέψει ο θάνατος (Ρίμ. θαν. 43)·
- β) πετυχαίνω κ. με βία:
- αρπάζει, κλέπτει το φιλί μετά χαρίτων πόσων (Καλλίμ. 1915).
- α) Απάγω κάπ., αρπάζω:
- 5) Εξαπατώ:
- τι έκαμες και έκλεψες την καρδιά μου και εδηλαγώγησες τις θυγατέρες μου …; (Πεντ. Γέν. XXXI 26).
- 6) Φρ.
- α) κλέπτω τη θέληση κάπ. = πετυχαίνω τη συγκατάθεση κάπ.:
- (Ροδολ. Γ´ 154)·
- β) κλέπτω καιρό = εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 29616).
- α) κλέπτω τη θέληση κάπ. = πετυχαίνω τη συγκατάθεση κάπ.:
- 1) Παίρνω κ. κρυφά ή απρόοπτα, (δι)αρπάζω κ.:
- Β´ Αμτβ.
- 1) Κάνω κλοπή:
- ω βασιλέα, εσύ … είσαι άρπαγος και αρπάσσεις, ζεις και κλέβγεις (Χρον. σουλτ. 4025).
- 2) Aρπάζω, λεηλατώ:
- Ετρέχανε στ’ αρχοντικά να βρούσινε να κλέψου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 56319).
- 1) Κάνω κλοπή:
[αρχ. κλέπτω. Οι τ. κλέβω και κλέφτω (Βλάχ.) και σήμ.]
- Α´ Μτβ.