Παράλληλη αναζήτηση
35 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κηραλοιφή η [kiralifí] Ο29 : αλοιφή με βάση το κερί και το λάδι.
[λόγ. κηρ(ο)- + αλοιφή]
- κηρήθρα η [kiríθra] Ο25 : πλάκα από κερί χωρισμένη σε πολλά μικρά εξάγωνα κελιά την οποία κατασκευάζουν οι μέλισσες και στην οποία εναποθέτουν το μέλι τους.
[λόγ. επίδρ. στο κερήθρα]
- κηρήθρα η· κερήθρα.
-
- Κερήθρα:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [666]).
[<ουσ. κηρός + κατάλ. ‑ήθρα. Η λ. στο Du Cange (‑ρί‑). Η λ. και ο τ. και σήμ.]
- Κερήθρα:
- κηρί(ο)ν το· κερί· κερίν· κηρί· πληθ. κεργά· κήρια.
-
- 1) Κερί (ως φυσική, ακατέργαστη ύλη):
- (Απόκοπ. 39)·
- η ξενιτία μ’ εχώρισεν σαν το κερί εκ το μέλι (Περί ξεν. 268 κριτ. υπ).
- 2) Kερί (ως μέσο φωτισμού ή για λατρευτική χρήση), λαμπάδα:
- ένα κερίν αφτούμενον εκράτουν κι ήσβησέ μου (Ερωτόκρ. Γ´ 1396)·
- λιγαίνω σαν κερί καίγοντας κι όλη λιώνω (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4604).
[αρχ. ουσ. κηρίον. Ο τ. κερίν και σήμ ποντ. Ο τ. κερί στο Meursius (‑ή) και σήμ.]
- 1) Κερί (ως φυσική, ακατέργαστη ύλη):
- κήρινος, επίθ.· κέρινος.
-
- Φτιαγμένος από κερί:
- (Ερωτόκρ. Δ´ 1763), (Αλεξ. 13).
[αρχ. επίθ. κήρινος. Ο τ. και σήμ.]
- Φτιαγμένος από κερί:
- κηρίο το [kirío] & κηρίον το [kiríon] Ο39 : I. μονάδα για τη μέτρηση του φωτός: Hλεκτρικός λαμπτήρας εκατό κηρίων. II. (ιατρ.) είδος πυώδους δερματοπάθειας: Mολυσματικό ~.
[λόγ.: ΙΙ: μσν. κηρίον (δες στο κερί)· Ι: σημδ. γαλλ. bougie (παλ. σημ.)]
- κηρο- [
iro] & κηρό- [ iró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κηρ- [ ir], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το λόγιο ουσ. κηρός ως α' συνθετικό με αναφορά στο κερί: κηρέμπορος· συνήθ. με ρηματικό β' συνθετικό: ~ποιός, ~πώλης· ~πλαστική, ~ποιία. || ~πλάστης. [λόγ. < αρχ. κηρ(ο)- θ. του ουσ. κηρός (δες στο κερί) ως α' συνθ.: αρχ. κηρο-πλάστης]
- κηρογραφία η [kiroγrafía] Ο25 : η τεχνική της ζωγραφικής με χρώματα που έχουν διαλυθεί σε λιωμένο κερί και δουλεύονται με θερμασμένα ή πυρακτωμένα εργαλεία· εγκαυστική.
[λόγ. < ελνστ. κηρογραφία]
- κηροδοσία η· κεροδοσία.
-
- Προσφορά κεριών· το σύνολο των προσφερόμενων κεριών σε θρησκευτική τελετή:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1055).
[<ουσ. κηρός + αόρ. του δίδω. Τ. κεροδοσιά και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Du Cange (λ. κηρός)]
- Προσφορά κεριών· το σύνολο των προσφερόμενων κεριών σε θρησκευτική τελετή:
- κηροζίνη η [kirozíni] Ο30 : προϊόν του πετρελαίου που λαμβάνεται με απόσταξη και χρησιμοποιείται για φωτισμό ή ως καύσιμο σε μηχανές εσωτερικής καύσεως. || ~ αεροπορίας, καύσιμο για αεροπλάνα που κινούνται με τουρμπίνες.
[λόγ. < αγγλ. kerosine < αρχ. κηρός (δες στο κερί) -ine = -ίνη (η παραγωγή δε συμφωνεί με τους κανόνες της αρχ. ελλην.)]