Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κηδεμονεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηδεμονεύω [kiδemonévo] -ομαι Ρ5.1 : 1. (σπάν.) ασκώ την κηδεμονία ανήλικου ατόμου. 2. (μειωτ.) ασκώ εξουσία και έλεγχο επάνω σε κπ., τον καθοδηγώ επιβάλλοντας τις δικές μου απόψεις: Tο NATΟ κηδεμονεύεται από τις HΠA.

[λόγ. < μσν. κηδεμονεύω < κηδεμον- (δες κηδεμόνας) -εύω `είμαι φύλακας΄ (1: κατά την αλλ. της σημ. του κηδεμόνας)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες