Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεφαλαλγία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεφαλαλγία η [kefalaljía] Ο25 : (ιατρ.) ο πονοκέφαλος.

[λόγ. < αρχ. κεφαλαλγία (πρβ. μσν. κεφαλαλγιά με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κεφαλαλγία η· κεφαλαλγιά· κεφαλαργία· κεφαλουργία.
  • Πονοκέφαλος:
    • (Ωροσκ. 419).

[αρχ. ουσ. κεφαλαλγία. Ο τ. αργία μτγν. Τ. αργιά, ουργιά, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (Andr.). Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες