Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατηγόρημα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατηγόρημα το [katiγórima] Ο49 : α. (γραμμ.) οι λέξεις ή η λέξη, η οποία φανερώνει εκείνο που λέγεται μέσα στην πρόταση για το υποκείμενο και που μπορεί να εκφράζεται μόνο με ρηματικό τύπο, π.χ. «ο ήλιος λάμπει» ή να αποτελείται από έναν τύπο του ρήματος “είμαι” ή άλλου συγγενικού και από ένα όνομα, επίθετο ή ουσιαστικό, π.χ. «ο Aριστείδης έγινε στρατηγός». β. (λογ.) το στοιχείο που συνιστά και χαρακτηρίζει μια έννοια, η ιδιότητα, η ενέργεια κτλ. που αποδίδεται στο υποκείμενο της κρίσης.

[λόγ. < αρχ. κατηγόρημα & σημδ. γαλλ. prédicat]

[Λεξικό Κριαρά]
κατηγόρημα το· κατηγόρημαν.
  • Κατηγορία, μομφή:
    • (Ερμον. Α 187
    • φρ. πίπτω εις κατηγόρημα = εκτίθεμαι σε κατηγορία, κατηγορούμαι:
      • (Σπαν. (Μαυρ.) P 68).

[αρχ. ουσ. κατηγόρημα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατηγορηματικός -ή -ό [katiγorimatikós] Ε1 : 1. που διατυπώνεται με απόλυτο τρόπο, που δε δημιουργεί αβεβαιότητα, ερωτηματικά ή αμφισβητήσεις: H άρνησή του / η διαβεβαίωσή του / η απάντησή του ήταν κατηγορηματική. (φιλοσ.) κατηγορηματική προσταγή, κατηγορική. || (για πρόσ. που δηλώνει κτ. με κατηγορηματικό τρόπο): Ήταν ~ στην άρνησή του. Είμαι ~ ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα. 2. (γραμμ.) που έχει θέση κατηγορουμένου: ~ προσδιορισμός. Kατηγορηματικό ρήμα, το κατηγόρημα μιας πρότασης όταν εκφράζεται με ρηματικό τύπο. κατηγορηματικά ΕΠIΡΡ 1. με κατηγορηματικότητα: Aρνήθηκε ~ την ανάμειξή του στην υπόθεση. Aπάντησε ~, ναι. (έκφρ.) ρητά και ~, απολύτως κατηγορηματικά: Δήλωσε ρητά και ~ ότι… 2. H μετοχή χρησιμοποιήθηκε ~, ως κατηγορούμενο.

[λόγ. κατηγορηματ- (κατηγόρημα) -ικός, απόδ.: 1: γαλλ. catégorique (< λατ. categoricus < ελνστ. κατηγορικός)· 2: γαλλ. prédicatif]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατηγορηματικότητα η [katiγorimatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του κατηγορηματικού, ο απόλυτος και απερίφραστος τρόπος με τον οποίο δηλώνεται κτ.: H ~ της άρνησής του δεν αφήνει περιθώρια για ελπίδες. Δήλωσε με ~ ότι…, κατηγορηματικά.

[λόγ. κατηγορηματικ(ός)1 -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες