Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καταπείθω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Πείθω εντελώς, πειθαναγκάζω κάπ.:
- να τον καταπείσω να σε στεφανωθεί (Διγ. Άνδρ. 37215).
- 2) Συμβουλεύω:
- (Ιστ. Βλαχ. 1122).
- 1) Πείθω εντελώς, πειθαναγκάζω κάπ.:
- II. (Μέσ.) πείθομαι, πιστεύω:
- (Βίος Αλ. 2900).
[μτγν. καταπείθω]
- I. Ενεργ.