Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταδιώκω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταδιώκω [kataδióko] -ομαι Ρ3 : ΣYN κυνηγώ. 1α. ακολουθώ κπ., τρέ χω πίσω από αυτόν για να τον συλλάβω ή για να τον σκοτώσω: Οι αστυνομικοί καταδίωξαν τους ληστές, οι οποίοι όμως κατόρθωσαν να διαφύγουν (τη σύλληψη). Περιπολικό της αστυνομίας καταδίωξε το αυτοκίνητο των δραστών. Οι στρατιωτικές μας δυνάμεις καταδίωξαν τον εχθρό και τον ανάγκασαν σε άτακτη υποχώρηση. || προσπαθώ με κάθε τρόπο να συναντήσω κπ. που με αποφεύγει: Tον καταδιώκουν οι δανειστές του. β. προσπαθώ συνεχώς και συστηματικά να βλάψω κπ.· διώκω2: Kαταδιώχτηκε για τις ιδέες του. 2. (μτφ.) για κτ. δυσάρεστο που βασανίζει ή απασχολεί κπ. συνεχώς: Σ΄ όλη του τη ζωή τον καταδιώκει η ατυχία. Mάταια προσπαθεί να απαλλαγεί από τις τύψεις που τον καταδιώκουν. Tον καταδιώκουν οι ερινύες. Tον καταδιώκει η ιδέα ότι…, του έχει γίνει έμμονη ιδέα ότι… || Mας καταδιώκει ο χρόνος, για να δηλώσουμε ότι, για να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις μας, πρέπει να ενεργήσου με με ταχύτητα.

[λόγ. < αρχ. καταδιώκω `ακολουθώ από κοντά΄ & σημδ. γαλλ. poursuivre, persécuter]

[Λεξικό Κριαρά]
καταδιώκω· καταδιώχνω· καταδώχνω, (Μαχ. 42024).
  • 1) Καταδιώκω:
    • (Έκθ. χρον. 7725).
  • 2) Διώχνω, απομακρύνω:
    • οι πάντες σε σιγχαίνονται και καταδιώχνουσί σε (Πουλολ. ΑΖ 19).

[αρχ. καταδιώκω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες