Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταδίκη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταδίκη η [kataδíki] Ο30 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταδικάζω. 1α. απόφαση δικαστηρίου με την οποία επιβάλλεται ποινή σε κατηγορούμενο που κηρύσσεται ένοχος. ANT αθώωση: ~ σε θάνατο / σε ποινή φυλάκισης / με αναστολή. Έχει εις βάρος του δύο καταδίκες για κλοπές. ΦΡ υπογράφω* την ~ μου. β. έντονη αποδοκιμασία: Είναι ομόφωνη η ~ του πολέμου / της τρομοκρατίας. 2. (μτφ.) α. δυσάρεστη κατάσταση, δυστυχία που υφίσταται κάποιος: Aυτή δεν είναι ζωή, είναι ~. ~ είναι αυτή, να μην μπορείς να βρεις ούτε ένα λεπτό ησυχία! β. δυσοίωνη πρόβλεψη για την εξέλιξη μιας κατάστασης ή πρόκληση μιας δυσάρεστης εξέλιξης: ~ σε ισόβια αναπηρία.

[αρχ. καταδίκη]

[Λεξικό Κριαρά]
καταδίκη η.
  • 1) Επιβαλλόμενη τιμωρία, ποινή:
    • ει μεν νομίμως αίτιος ευρεθώ καταδίκης, ίλεως μη έστω μοι (Ψευδο-Σφρ. 15617
    • εις την καταδίκην του αφορισμού (Ιστ. πατρ. 12012).
  • 2) Κατάκριση, μομφή, ψόγος:
    • καταδίκη μέσα μου περίσσα δε σου δίδω (Πανώρ. Γ´ 184).
  • 3)
    • α) (Μεταφ.) ταλαιπωρία:
      • (Γλυκά, Στ. 179
    • β) μεγάλο κακό, καταστροφή, συμφορά:
      • τόσος λαός του χάθηκε κι έγινε καταδίκη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1872
      • οι Κορωναίοι ιδόντας την καταδίκην οπού έπαθαν οι ελεεινοί Μεθωναίοι (Χρον. σουλτ. 13322).

[αρχ. ουσ. καταδίκη. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες