Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταβιβάζω [katavivázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) κατεβάζω.
[λόγ. < αρχ. καταβιβάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταβιβάζω.
-
- 1) Φέρω, μεταφέρω κ. από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη, κατεβάζω κ.:
- (Ιστ. πολιτ. 1714).
- 2) Εκθρονίζω:
- η τύχη … καταβιβάζει βασιλείς μεγιστοτάτους κάτω (Βίος Αλ. 3897).
- 3) Φέρω, οδηγώ:
- (Δούκ. 12533).
- 4) Κατευθύνω, οδηγώ το λόγο:
- (Γλυκά, Στ. Β´ 336).
[αρχ. καταβιβάζω]
- 1) Φέρω, μεταφέρω κ. από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη, κατεβάζω κ.: