Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταβάλλω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
καταβάλλω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Ρίχνω:
        • (Φυσιολ. 35024
      • β) παραδίδω:
        • Αδύνατον εις δυνατού χείρας μη καταβάλλεις (Σπαν. O 127
      • γ) κατεβάζω χαμηλά:
        • αυτούς ούς προβιβάζει δε (ενν. η τύχη) τάχιστα καταβάλλει (Βίος Αλ. 3898
      • δ) φρ. καταβάλλω κάπ. εις οργήν = εξοργίζω κάπ.:
        • (Πτωχολ. α 732).
    • 2)
      • α) Νικώ, υπερνικώ, ταπεινώνω:
        • ο θάνατος τα πάντα καταβάλλει (Αχιλλ. N 1820
        • η σοφία σου γαρ πάντας καταβάλλει γουν φρονίμους (Ερμον. Α 291
      • β) εξευτελίζω, προσβάλλω:
        • (Διήγ. παιδ. 464), (Αλεξ. 664).
    • 3) Παραμερίζω, παραγκωνίζω:
      • (Ιστ. Βλαχ. 1342).
    • 4) Κατηγορώ, διαβάλλω:
      • να σου καταβάλω άδικα την καλήν σου γυναίκα (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 426).
  • II. (Μέσ.) ταπεινώνομαι:
    • (Χριστ. διδασκ. 367).

[αρχ. καταβάλλω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταβάλλω 1 [kataválo] -ομαι Ρ πρτ. κατέβαλλα, αόρ. κατέβαλα, απαρέμφ. καταβάλει, παθ. αόρ. καταβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και κατεβλήθη, κατεβλήθησαν, απαρέμφ. καταβληθεί, μππ. καταβεβλημένος* και (σπάν.) καταβλημένος : 1. νικώ, εξουδετερώνω κπ.: Kατόρθωσαν να καταβά λουν τις δυνάμεις του εχθρού. 2. εξαντλώ τις σωματικές ή ψυχικές δυνάμεις κάποιου: H πολύμηνη αρρώστια τον έχει καταβάλει πολύ. Tελευταία καταβλήθηκε πολύ, φαίνεται σαν γέρος. H δυστυχία καταβάλλει τον άνθρωπο.

[λόγ. < αρχ. καταβάλλω & σημδ. γαλλ. accabler]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταβάλλω 2, -ομαι : 1. πληρώνω μια οφειλή ή ένα συμφωνημένο ποσό χρημάτων: Θα καταβάλω το φόρο σε τρεις μηνιαίες δόσεις. Άρχισε να καταβάλλεται το επίδομα αδείας. H χρηματική εγγύηση πρέπει να καταβλη θεί έως αύριο. 2. διαθέτω, ξοδεύω τις σωματικές ή ψυχικές δυνάμεις μου για κάποιο σκοπό, σε εκφράσεις όπως: ~ κόπους / φροντίδες / προσπάθειες. Kατέβαλε πολλούς κόπους για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Aπό την κυβέρνηση καταβάλλονται προσπάθειες για τη λύση των οικονομικών προβλημάτων των χαμηλόμισθων.

[λόγ.: 1: αρχ. καταβάλλω· 2: σημδ. γαλλ. accabler]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες