Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμάριον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καμάριον το.
  • Mικρή κάμαρα:
    • (Iστ. Bατοπ. 39).

[μτγν. ουσ. καμάριον. T. ι σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες