Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοπάθεια η· κακοπαθεία.
-
- 1)
- α) Kακουχία, ταλαιπωρία, δυστυχία:
- (Ψευδο-Σφρ. 29833), (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 438)·
- β) κακομεταχείριση:
- διά το βάρος της κακοπαθείας ουδέν δέχονται εύκολα την μάθησιν (Σοφιαν., Παιδαγ. 113).
- α) Kακουχία, ταλαιπωρία, δυστυχία:
- 2) Kαταπίεση, απροθυμία:
- κάλλιον έχει το ’λιγόν και μετά προθυμίας παρά μυριάδας χρήματα μετά κακοπαθείας (Σπαν. B 480).
[αρχ. ουσ. κακοπάθεια. Ο τ. μτγν. (συν. γρ. –ία) και σήμ. ποντ. (Andr., ‑ία). H λ. και σήμ.]
- 1)