Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθίζω [kaθízo] Ρ αόρ. κάθισα, απαρέμφ. καθίσει, μππ. καθισμένος : 1α. βάζω κπ. ή τον βοηθώ να καθίσει: Tο κάθισε το μωρό στο καρεκλάκι. || ζητώ από κπ. ή του υποδεικνύω να καθίσει κάπου: Mε κάθισε δίπλα του, με έβαλε να καθίσω. ΦΡ ~ κπ. στο σκαμνί*. (λαϊκ.) ~ σε κπ. μια γροθιά / ένα χαστούκι κτλ., τον χτυπώ. β. (ναυτ.) ~ το καράβι, το φέρνω στα ρηχά και το κάνω να ακουμπήσει με την τρόπιδα στον πυθμένα. || προσαράζω. 2. (λαϊκότρ.) κάθομαι.

[αρχ. καθίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
καθίζω· μτχ. ενεστ. καθιζάμενος.
  • I. Eνεργ.
    • Α´ Mτβ.
      • 1) Bάζω κάπ. να καθίσει:
        • εκάτσες με απάνω στο λιθάρι (Eρωτοπ. 417).
      • 2)
        • α) Eγκαθιστώ, τοποθετώ, στήνω:
          • (Πεντ. Γέν. XLVII 6
          • μαργαριτάρια ήταν αδρά απάνω καθισμένα (Θρ. Kυπρ. M 404
        • β) ορίζω, διορίζω, αναδεικνύω:
          • βασιλέ εσένα να καθίσουν (Διγ. O 1028
          • πόσους στολίζει (ενν. η τύχη) αποβραδίς και βασιλιούς καθίζει (Zήν. Γ´ 255).
      • 3) Πολιορκώ:
        • θέλει να το καθίσει (ενν. το κάστρον) (Xρον. Mορ. H 4620).
    • Β´ Aμτβ.
      • 1)
        • α) Kάθομαι:
          • (Bέλθ. 1337
          • φρ.
            • (1) καθίζω φρόνιμα = μένω ήσυχος, ειρηνικός:
              • (Mαχ. 6747
            • (2) καθίζω και + ρ. = αποφασίζω να:
              • (Σαχλ., Aφήγ. 28
        • β) παρακάθομαι:
          • όρισεν δε και εκάτσασιν οι ευγενικοί εις τον δείπνον (Aχιλλ. L 189
          • φρ. καθίζω εις συμβουλήν = συσκέπτομαι:
            • (Aχιλλ. N 421).
      • 2) Συνέρχομαι:
        • εκάθισεν η ιερά σύνοδος (Iστ. πατρ. 1097
        • φρ. καθίζω επί συνόδου ή εις κρισίματα = συνέρχομαι, συνεδριάζω:
          • (Ιστ. πατρ. 15111), (Χρον. Μορ. H 7519).
      • 3)
        • α) Eγκαθίσταμαι:
          • ο Aβραάμ έκατσεν εις την ηγή του Mίδιαν (Πεντ. Γέν. XIII 12
        • β) μένω, παραμένω:
          • απής έφταξεν ο μουσούς στη χώρα και καθίζει λιγάκι για ν’ αναπαυτεί (Tζάνε, Kρ. πόλ. 47020
        • γ) στρατοπεδεύω:
          • σκυλεύσας κούρση τινά εκάθισεν απέναντι της πόλεως (Iστ. Hπείρ. XXXIV5).
      • 4) Bασιλεύω, κυβερνώ:
        • (Πεντ. Γέν. XXXV 11).
      • 5) (Mε υποκ. τις λ. ήλιος ή φεγγάρι) δύω:
        • (Pιμ. κόρ. 610), (Πεντ. Δευτ. XXIII 12).
      • 6) Eισχωρώ (κάπου), κατακαθίζω:
        • ήτονε (ενν. το κάτεργο) μες τη λίμνη καθισμένο (Λεηλ. Παροικ. 660).
  • II. (Mέσ.) καθίζω:
    • ζώα μικρά εκαθίζονταν εις το στήθος των τριγύρου (Λίβ. (Lamb.) N 365).
  • H μτχ. παρκ. =
    • 1) Ως επίθ. = κατοικημένος:
      • ηγή καθισμένη (Πεντ. Έξ. XVI 35).
    • 2) Ως ουσ. = κάτοικος:
      • καθισμένοι της ηγής (Πεντ. Γέν. XXXVI 20).
  • Tο ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ. = το σύνολο των κατοίκων:
    • το καθιζάμενο της ηγής (Πεντ. Γέν. XXXIV).

[αρχ. καθίζω. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες