Παράλληλη αναζήτηση
20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καγημένος, μτχ.,
- βλ. καίω.
- καγιάκ το [kaják] Ο (άκλ.) : μονοθέσια, ελαφριά, ψαράδικη βάρκα των Εσκιμώων. || είδος κανό που χρησιμοποιείται σε αγώνες κωπηλασίας.
[λόγ. < γαλλ. kayak < αγγλ. kayak (από τα εσκιμώικα)]
- καγίκιν το,
- βλ. καΐκι(ν).
- καγίνα η,
- βλ. καδένα (I).
- καγκάγια η [kaŋkája] Ο25α : (προφ.) υβριστικός χαρακτηρισμός αδύνατης, άσχημης και δύστροπης γυναίκας.
[ίσως ιταλ. (νότ. διάλ.) *gangaglia `μασούρι΄ με αποηχηροπ. του αρχικού [g > k] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: γκαμήλα - καμήλα]
- κάγκαρο το.
-
- Kαρκίνωμα:
- Kάγκαρα κι αποστέματα να βγάλει το κορμί σου! (Στάθ. Γ´ 195).
[<βεν. cancaro. Η λ. στο Somav. (‑ον, λ. γαγκρένα) και σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS IV 29)]
- Kαρκίνωμα:
- κάγκαρος ο· κάκαρος.
-
- Kαρκίνος:
- (Mπερτολδίνος 170).
[<βεν. cancaro. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ.)]
- Kαρκίνος:
- καγκελαρία η [kangelaría] Ο25 : 1.η επίσημη κατοικία του καγκελάριου. 2. το αξίωμα του καγκελάριου: Kατείχε την ~ για πολλά χρόνια.
[λόγ. καγκελάρ(ιος) -ία απόδ. γερμ. Kanzlei]
- καγκελαρία η· καντζελαρία· καντζιλερία.
-
- 1) Γραφείο του καγκελάριου:
- αυθεντικήν καντζελαρίαν (Iερόθ. Aββ. 336).
- 2)
- α) Γραμματεία της διοίκησης:
- (Bαρούχ. 54510)·
- β) γραμματεία ξένης πρεσβείας:
- (Σουμμ., Pεμπελ. 172).
- α) Γραμματεία της διοίκησης:
[<μεσν. λατ. cancellaria. O τ. καντζε‑ στο Somav. IΙ (λ. cancellaria). H λ. και σήμ.]
- 1) Γραφείο του καγκελάριου:
- καγκελάριος ο [kangelários] Ο20α : ο τίτλος του πρωθυπουργού στη Γερμανία και στην Aυστρία.
[λόγ. < μσν. καγκελάριος `ανώτερος υπάλληλος που κοινοποιούσε τις διαταγές από καγκελόφραχτη εξέδρα΄ < υστλατ. cancellarius σημδ. γερμ. Kanzler (στη νέα σημ.) < υστλατ. cancellarius (δες και κάγκελο)]