Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κίων ‑ονας ο.
-
- 1) Κίονας, κολόνα:
- (Έκθ. χρον. 672).
- 2) Στήριγμα:
- πατήρ γαρ ήσουν ορφανών … φυλάκτορας και κίονας της άτυχης Τρωάδος (Πόλ. Τρωάδ. 7152).
[αρχ. ουσ. κίων. Η λ. (‑ονας) και σήμ.]
- 1) Κίονας, κολόνα: