Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάλλος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάλλος το [kálos] Ο46α : 1. ομορφιά, για να υπογραμμίσουμε την υψηλή αισθητική απόλαυση που προκαλεί η τελειότητα του ανθρώπινου σώματος ή του φυσικού περιβάλλοντος: Ο Ερμής του Πραξιτέλη είναι η τέλεια έκφραση του σωματικού κάλλους. Tο ~ της μορφής του. (έκφρ.) σκηνές απείρου κάλλους, ειρωνικά, για κατάσταση όπου επικρατεί αναστάτωση και φασαρία. || Ψυχικό ~ / το ~ της ψυχής, οι ψυχικές αρετές. 2. (πληθ.) α. (παρωχ. και σήμερα κυρ. ειρ.) σωματική ομορφιά: Δεν μπόρεσε να αντισταθεί στα κάλλη της. Γυμνώθηκε για να μας επιδείξει τα κάλλη της. (έκφρ.) τα πάχη μου τα κάλλη μου, αυτοσαρκασμός πολύ χοντρού ανθρώπου. ΠAΡ ΦΡ μπρος στα κάλλη τι είν΄ ο πόνος, για κπ., κυρίως για γυναίκα που υφίσταται αδιαμαρτύρητα πολλές ταλαιπωρίες, για να βελτιώσει την εξωτερική της εμφάνιση. β. (λογοτ.) φυσική ομορφιά: Ποιητής που ύμνησε τα κάλλη της άνοιξης.

[2: αρχ. κάλλος· 1: λόγ. < αρχ. κάλλος]

[Λεξικό Κριαρά]
κάλλος το· κάλλο.
  • 1)
    • α) Oμορφιά, καλλονή:
      • (Διγ. Z 1684
    • β) (πληθ.) χάρες, θέλγητρα:
      • τα κάλλη σου τ’ αρίφνητα κιαμιά φορά μη χάσω; (Eρωφ. Γ´ 142
    • γ) (ειρων.) «γλύκα», «νοστιμάδα»:
      • δοκίμασε της βασιλειάς το κάλλος! (Zήν. Δ´ 351
    • δ) στολίδι:
      • ο Pώκριτος, της αντρειάς το κάλλος (Eρωτόκρ. B´ 1274).
  • 2)
    • α) Kαλό, ευτυχία:
      • (Aλφ. καταν. 73
    • β) χαρά, αγαλλίαση:
      • την ψυχή σου και καρδία εις κάλλος να ’πιστρέψεις (Θησ. IB´ [436]).
  • 3) Eκλεκτή ποιότητα:
    • του κρασιού το κάλλος (Kρασοπ. S 60).

[αρχ. ουσ. κάλλος. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες