Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάθαρσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κάθαρσις η.
  • 1) Hθικός εξαγνισμός:
    • κάθαρσις αμαρτίας (Xούμνου, Kοσμογ. 1195).
  • 2) Σωματική κένωση, αποβολή περιττών ουσιών από τον οργανισμό:
    • το δε βόειον δίδοται … προς κάθαρσιν του ιέρακος (Iερακοσ. 37525).

[αρχ. ουσ. κάθαρσις. Η λ. και σήμ. (η)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες