Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιός ο [iós] Ο17 : 1. (βιολ.) μορφή ακυτταρικής ζωής· ζωντανός μικροοργανισμός, μικρότερος και από τα βακτήρια, και ορατός μόνο με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο: Οι ιοί αναπαράγονται μέσα σε κάποιο ζωντανό κύτταρο. Οι ιοί που προσβάλλουν τα βακτήρια λέγονται βακτηριοφάγοι. || (ιατρ.) κυρίως για παθογόνους ιούς: Ο ~ της γρίπης / της πολιομυελίτιδας. Διηθητός* ~. 2. (πληροφ.) στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, πρόγραμμα που πολλαπλασιάζεται ανεξέλεγκτα και μπορεί να προκαλέσει βλάβες.

[λόγ. < αρχ. ἰός `δηλητήριο΄ σημδ. διεθ. virus (στις νέες σημ.) < λατ. virus `δηλητήριο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες