Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιψενικός -ή -ό [ipsenikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο Nορβηγό θεατρικό συγγραφέα Ίψεν και στην τέχνη του: Iψενικό δράμα / θέατρο. || Iψενικό τρίγωνο, ζεύγος συζύγων και ο εραστής (ή η ερωμένη) του ενός από τους δύο, που είναι και κοινός τους φίλος.
[λόγ. Ίψεν -ικός μτφρδ. γαλλ. ibsénien < ανθρωπων. Ibsen (Nορβηγός θεατρικός συγγραφέας)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ίψημα το,
- βλ. έψημα.
[Λεξικό Κριαρά]
- ιψιλός, επίθ.,
- βλ. ψιλός.