Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ισασμός ο· ισιασμός· ’σασμός· ’σιασμός.
-
- 1) Εξίσωση:
- τους Χριστιανούς να βάλουν εις ισιασμόν και ομοιότητα, τους Φράγκους με τους Ρωμαίους (Χρον. Μορ. H 508).
- 2)
- α) Σύμβαση, συνθήκη:
- Εις αυτόν δε τον ισασμόν ορίζομεν (Διάτ. Κυπρ. 50830)·
- β) συμφωνία:
- τέτοιον ’σασμόν εποίκαν και συμφωνίες άλλες πολλές (Θησ. (Foll.) I 125)·
- γ) συμβιβασμός:
- εις ισασμόν επέσασιν χωρίς να πολεμήσουν (Χρον. Τόκκων 1641).
- α) Σύμβαση, συνθήκη:
[μτγν. ουσ. ισασμός. Ο τ. ’σασμός στο Meursius και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.). Ο τ. ’σιασμός στο Βλάχ. (λ. σιάσμα)]
- 1) Εξίσωση: