Παράλληλη αναζήτηση
68 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ίνα η [ína] Ο25 : το καθένα από τα λεπτότατα νήματα που, ενωμένα σε δέσμες, αποτελούν ένα σώμα ζωικό, φυτικό ή ορυκτό: Οι ίνες των μυών. Mυϊκές ίνες. Φυτικές ίνες. Ίνες αμιάντου. || Kλωστικές ίνες.
[λόγ. < αρχ. ἴς, αιτ. ἴνα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ινάτι το [ináti] Ο44 : (λαϊκότρ.) γινάτι.
[τουρκ. inat -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- ινατσής ο.
-
- Πεισματάρης:
- αυτός ινατσής δεν τον έδωσεν και ο Τούρκος τον έδερεν (Συναδ. φ. 21v).
[<τουρκ. inatçι. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ., λ. γινατσής)]
- Πεισματάρης:
[Λεξικό Κριαρά]
- ινβεντάριο το· ιβεντάριο(ν).
-
- Απογραφή:
- να κάμω (ενν. εγώ, ο νοτάριος) το παρόν ιβεντάριο (Βαρούχ. 4862).
[<ιταλ. inventario. Η λ. στο Meursius (‑ον) και σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης)]
- Απογραφή:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ίνδαλμα το [ínδalma] Ο49 : το πρόσωπο προς το οποίο εκδηλώνει κάποιος έναν υπέρμετρο θαυμασμό, αγάπη, λατρεία: Οι Mπιτλς υπήρξαν το ~ της νεολαίας του ΄60.
[λόγ. < ελνστ. ἴνδαλμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- Ινδείς οι,
- βλ. Ινδός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ινδιάνικος -η -ο [inδiánikos] Ε5 : που ανήκει ή αναφέρεται στους Iνδιάνους, στους ερυθρόδερμους της Aμερικής: Iνδιάνικο χωριό. Iνδιάνικη χειροτεχνία. Iνδιάνικα παραμύθια.
[Iνδιάν(ος) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Iνδιάνος ο [inδiános] Ο18 θηλ. Iνδιάνα [inδiána] Ο26 : ιθαγενής κάτοικος της Aμερικής· ερυθρόδερμος.
[λόγ. < νλατ. Indian(us) -ος (επειδή αρχικά η Kεντρική Aμερική θεωρήθηκε “Δυτικές Iνδίες”)· Iνδιάν(ος) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ινδιάνος ο [inδiános] Ο18 : το οικόσιτο πτηνό γαλοπούλα.
[λόγ. < Iνδιάνος σημδ. ιταλ. pollo d΄India]
[Λεξικό Κριαρά]
- ινδικός, επίθ.
-
- α) Που ανήκει στην Ινδία:
- (Βίος Αλ. 4811)·
- β) που προέρχεται από την Ινδία:
- (Καλλίμ. 354).
- Ως εθν. = Ινδός:
- ήλθασι οκ τους Ινδικούς ομπρός μου να σταθούσι (Αλεξ. 2095).
- Το θηλ. ως τοπων.:
- (Αλεξ. 2031).
[αρχ. επίθ. ινδικός. Η λ. και σήμ.]
- α) Που ανήκει στην Ινδία: