Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιμάτιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ιμάτιον το· ιμάτι(ν)· ’μάτιν.
  • α) Ρούχο (γενικά):
    • (Διγ. Z 2223
  • β) ρούχο που φοριέται κατάσαρκα:
    • το ’μάτιν της ρήγαινας (Μαχ. 22218).

[αρχ. ουσ. ιμάτιον. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες