Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ικάνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ικανώ· γ´ πρόσ. εν. ακανεί· ’κανεί· αόρ. εκάνεσε.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Ικανοποιώ, ευχαριστώ· ανταμείβω κάπ.:
        • υπό των Μαλακασαίων δεκαπλασίως αυτός ικανώθη (Ιστ. Ηπείρ. XXV10
      • β) ευχαριστώ, τέρπω κάπ.
        • β1) ψυχικά, ηθικά:
          • το δάκρυον ακανεί σε (Λίβ. Sc. 2148
        • β2) ερωτικά:
          • λέγει της Τζαβούλαινας: «Εγώ να σε ’κανώσω» (Σαχλ. Β´ PM 477
      • γ) επαρκώ· είμαι αρκετός:
        • Δεν σας ακανεί το αμάχιν τό έχετε (Μαχ. 51824).
    • 2) Τακτοποιώ, βολεύω:
      • ένι κρατούμενοι να τα ικανώσου με δίκαιον (Ασσίζ. 29715).
    • 3)
      • α) Συμπληρώνω:
        • να ικανώσει τα λειψά (Ασσίζ. 8020
      • β) καταβάλλω στο ακέραιο· αποκαθιστώ:
        • ουδέν εντέχεται τίποτες να του ικανώσει απέ κείνη τη ζημίαν (Ασσίζ. 3624).
    • 4) Αποδίδω, επιστρέφω κ. σε κάπ.:
      • αν ένι ότι στρέψεις τα περίττου του χρειοφελέτη, δίκαιον ένι να τα ικανώσεις του εγγυτή (Ασσίζ. 31018).
    • 5) Πληρώνω αποζημίωση, αποζημιώνω κάπ.:
      • ο ιατρός ένι κρατημένος να μου τον ικανώσει ετεσαύτα εις όσα έχρηζεν εκείνος μου ο σκλάβος (Ασσίζ. 17821).
    • 6) Φρ.
      • α) ικανώ δίκαιον = αποδίδω δικαιοσύνη σε κάπ. (δικαστικώς):
        • (Ασσίζ. 41919
      • β) ικανώ την ζημίαν = επανορθώνω τη ζημία, αποζημιώνω:
        • (Ασσίζ. 18130).
    • 7) Απρόσ.
      • α) αρκεί, φτάνει· είναι ικανοποιητικό:
        • ακανεί σας ότι επλερωθήκετε (Μαχ. 4744
      • β) (σε προσταγή) φτάνει! αρκετά! πάψε!:
        • ακανεί να μουρμουρίζεις (Κυπρ. ερωτ. 11729
        • ακανεί, καθάρισέ με (Κυπρ. ερωτ. 1172).
  • II. Μέσ.
    • 1) Βρίσκω το δίκιο μου, δικαιώνομαι:
      • να ικανωθεί και να κρατήσει στράταν εις την αυλήν του Ιαφάτου (Ασσίζ. 1682).
    • 2) Καρπώνομαι κ.:
      • ουδέν ημπορεί (ενν. ο εγκαλών) … να ικανωθεί τό λείπεται (Ασσίζ. 38018).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ικανοποιημένος, ευχαριστημένος:
    • με τούτην την ευεργεσία ας είσαι ’κανωμένος (Θησ. Ι´ [456]).

[μτγν. ικανόω. Οι τ. (στο γ´ εν. πρόσ.) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ικάνωσις ‑ση η.
  • 1) (Προκ. για εμπόριο) νόμιμος φόρος, δασμός:
    • να δώσουν ικάνωσιν εις την αυλήν του φούντικος (Ασσίζ. 24215).
  • 2) Προγαμιαία δωρεά:
    • (αυτ. 1184).

[<ικανώ + κατάλ. σις. Η λ. (σις) το 12. αι. (Steph.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες