Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θυραίος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
Θύραιος ο.
  • Ο κάτοικος των Θυραίων της Μικράς Ασίας:
    • (Δούκ. 1051).

[<τοπων. Θύραια τα + κατάλ. αιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες