Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θρόνος ο [θrónos] Ο18 : 1. πολυτελές κάθισμα με ψηλό ερεισίνωτο, βραχίονες και υποπόδιο, το οποίο προορίζεται για ανώτατο άρχοντα, κοσμικό ή θρησκευτικό, κατά την εκτέλεση των επίσημων καθηκόντων του: Bασιλικός ~. Aίθουσα του θρόνου, στην οποία βρισκόταν ο θρόνος του βασιλιά. Δεσποτικός ή επισκοπικός ~, που βρίσκεται στην εκκλησία και προορίζεται για τον επίσκοπο ή για το μητροπολίτη· το δεσποτικό. 2α. ο θεσμός της βασιλείας· το στέμμα: Ο ~ της Aγγλίας / της Iσπανίας. Yπονόμευση του θρόνου. Οι στυλοβάτες του θρόνου. β. το βασιλικό αξίωμα: Διάδοχος / κληρονόμος του θρόνου. Εξουσίες / αρμοδιότητες του θρόνου. (έκφρ.) ανεβαίνω / ανέρχομαι στο θρόνο, γίνομαι βασιλιάς. ANT πέφτω από το θρόνο, εκθρονίζομαι. γκρεμίζω* κπ. από το θρόνο του. || Ο λόγος του θρόνου, ο λόγος που εκφωνεί ο βασιλιάς στη Bουλή κατά την έναρξη των εργασιών της. 3. η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή: Πατριαρχικός / μητροπολιτικός ~. Οικουμενικός / παπικός ~. Xηρεύει ο πατριαρχικός ~.
[αρχ. θρόνος]
[Λεξικό Κριαρά]
- θρόνος (I) ο.
-
- 1) Κάθισμα:
- (Προδρ. III 273-44 χφφ PK κριτ. υπ.)·
- (μεταφ.) βάση, στήριγμα:
- Ρήγα …, θρόνε δικαιοσύνης (Κορων., Μπούας 67).
- 2)
- α) Θρόνος (βασιλικός ή κυβερνητικός, ιερατικός, δικαστικός):
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 175), (Έκθ. χρον. 287), (Ασσίζ. 416)·
- (ως προσφών. της Παναγίας):
- χαίρε, θρόνε Κυρίου (Εις Θεοτ. 105)·
- β) βασιλική εξουσία:
- (Θρ. Κων/π. Βαρβ. 16)·
- γ) έδρα της βασιλικής ή της εκκλησιαστικής εξουσίας, πρωτεύουσα:
- Ήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν, εις τον θρόνον της βασιλείας αυτού (Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 18· Ιστ. πατρ. 1437)·
- δ) βασίλειο, κράτος:
- να κυβερνάς τον της Κραγέβας θρόνον (Ιστ. Βλαχ. 4).
- α) Θρόνος (βασιλικός ή κυβερνητικός, ιερατικός, δικαστικός):
[αρχ. ουσ. θρόνος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κάθισμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- θρόνος (II) το.
-
- Έκφρ. του ουρανού τα θρόνη = ο παράδεισος:
- (Φαλιέρ., Λόγ. 154).
[<ουσ. θρόνος ο με αλλαγή γένους. Η λ. και σήμ. σε κάλαντα]
- Έκφρ. του ουρανού τα θρόνη = ο παράδεισος: