Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θριγκός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θριγκός ο [θriŋgós] Ο17 : (αρχαιολ.) το τμήμα αρχαίου οικοδομήματος που βρισκόταν πάνω από τους κίονες και έφτανε ως τη στέγη: Ο ~ αποτελείται από το επιστύλιο, το διάζωμα ή τη ζωφόρο και το γείσο.

[λόγ. < αρχ. θριγκός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες