Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θλίψις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
θλίψις ‑ψη η.
  • 1)
    • α) Λύπη, στενοχώρια:
      • (Απολλών. 646
      • (ως σύστ. αντικ.):
        • θλίβεται θλίψιν φοβεράν (Λίβ. Esc. 4243
      • φρ. κάμνω θλίψιν, σεβαίνω ή στέκομαι εις θλίψιν = λυπούμαι:
        • (Φυσιολ. (Legr.) 647), (Διγ. Esc. 89), (Αχιλλ. N 1589
    • β) πόνος, συμφορά:
      • την θλίψιν της … αρχίζει για να λέγει· λέγει διά την αρπαγή, λέγει διά τον φόνον (Διγ. O 458).
  • 2) Βάσανο, πόνος:
    • οι θλίψες του κορμιού μου (Θησ. Πρόλ. [58]).
  • 3)
    • α) Πένθος:
      • από τον θάνατόν του … μεγάλη θλίψη εγένετον στο πριγκιπάτο (Χρον. Μορ. H 8016
    • β) κηδεία:
      • σε θλίψη γή σε γάμο να τραγουδήσω …; (Ζήν. Β´ 13).

[αρχ. ουσ. θλίψις. Η λ. (ψη) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες