Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θιασώτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θιασώτης ο [θiasótis] Ο10 θηλ. θιασώτρια [θiasótria] Ο27 : αυτός που εγκρίνει, δέχεται και υποστηρίζει θερμά κτ.: ~ μιας θεωρίας / ιδέας. ~ της αγγλικής / γερμανικής πολιτικής. Ένθερμος ~ του λυρικού θεάτρου. ~ της γαλλικής κουζίνας.

[λόγ. < αρχ. θιασώτης `μέλος θιάσου, λατρευτής, οπαδός΄· λόγ. θιασώ(της) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες