Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θηρευτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θηρευτής ο [θireftís] Ο7 : 1α. (λόγ.) κυνηγός. β. (μτφ.) αυτός που θηρεύει2 κτ. 2. (βιολ.) το είδος που τρώει ένα άλλο είδος.

[λόγ. < αρχ. θηρευτής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες