Παράλληλη αναζήτηση
22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θήρα η [θíra] Ο25 : (λόγ.) κυνήγι.
[λόγ. < αρχ. θήρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θηραϊκός -ή -ό [θiraikós] Ε1 : που έχει σχέση με το νησί Θήρα, που ανήκει σ΄ αυτή ή που προέρχεται από αυτή: ~ πολιτισμός. Θηραϊκά νομίσματα. Θηραϊκή γη, είδος χώματος που προέρχεται από ηφαιστειακά κατάλοιπα και που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τσιμέντων ή ως μονωτικό υλικό.
[λόγ. < ελνστ. θηραϊκός & σημδ. αγγλ. Santorin earth]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θήραμα το [θírama] Ο49 : 1. κάθε ζώο ή πτηνό, κυρίως άγριο, που οι κυνηγοί επιδιώκουν να το σκοτώσουν ή να το συλλάβουν: Tόπος πλούσιος σε θηράματα, κυνήγι. Προστασία των θηραμάτων από τη λαθροθηρία. || (λόγ.) ζώο ή πτηνό που το σκότωσε κυνηγός· κυνήγι. 2. λεία άγριου ζώου. 3. (βιολ.) είδος που τρώγεται από ένα άλλο.
[λόγ. < αρχ. θήραμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- θήραμα το.
-
- α) Θήραμα:
- (Διγ. Z 3336)·
- (μεταφ.):
- (Έκθ. χρον. 1011)·
- β) εύρημα, απόκτημα:
- Θήραμα … ενέτυχον … κόρην (Διγ. Z 3283).
[αρχ. ουσ. θήραμα. Η λ. και σήμ.]
- α) Θήραμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- θήρειος, επίθ.,
- βλ. θήριος.
[Λεξικό Κριαρά]
- θηρεύς ο.
-
- Άρπαγας· σφετεριστής:
- εδόκει … καθάπερ αγριότατος θηρεύς κατακρατήσαι τόπους πολλούς (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 339).
[<θηρεύω ή <αρχ. ουσ. θηρ κατά ουσ. σε ‑εύς]
- Άρπαγας· σφετεριστής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θηρευτής ο [θireftís] Ο7 : 1α. (λόγ.) κυνηγός. β. (μτφ.) αυτός που θηρεύει2 κτ. 2. (βιολ.) το είδος που τρώει ένα άλλο είδος.
[λόγ. < αρχ. θηρευτής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θηρευτικός -ή -ό [θireftikós] Ε1 : (λόγ.) κυνηγετικός.
[λόγ. < αρχ. θηρευτικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θηρεύω [θirévo] -ομαι Ρ5.1 : (λόγ.) κυνηγώ. 1. ασχολούμαι με το κυνήγι. 2. (μτφ.) επιδιώκω επίμονα να ικανοποιήσω μια προσωπική επιθυμία μου: Θηρεύει την εύνοια των ισχυρών / εύκολες επιτυχίες / ηδονές.
[λόγ. < αρχ. θηρεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- θηριακή η· θεριακή.
-
- Φάρμακο, αντίδοτο σε δηλητηριώδη δαγκάματα:
- θηριακήν … πότισον αυτόν (ενν. τον ιέρακα) (Ιερακοσ. 45210)·
- (μεταφ.):
- των νέων η θηριακή (ενν. το κρασί) (Κρασοπ. AO 81).
[μτγν. ουσ. θηριακή. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Φάρμακο, αντίδοτο σε δηλητηριώδη δαγκάματα: