Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θετός, επίθ.
-
- Τοποθετημένος, τακτοποιημένος:
- τα ’χασι θετά … με γνώσιν (Φαλιέρ., Θρ. 333).
[αρχ. επίθ. θετός. Η λ. και σήμ.]
- Τοποθετημένος, τακτοποιημένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θετός -ή -ό [θetós] Ε1 : που έχει αποκτήσει με υιοθεσία την ιδιότητα που προκύπτει από τη σχέση πατέρα - παιδιού. ANT φυσικός. α. που υιοθέτησε κπ.: ~ πατέρας. Θετή μητέρα. Θετοί γονείς. Θετή οικογένεια. || Θετή πατρίδα, για χώρα που τη θεωρεί κάποιος πατρίδα του, ενώ δεν κατάγεται από αυτή. β. που υιοθετήθηκε· υιοθετημένος· (πρβ. ψυχογιός, ψυχοκόρη, ψυχοπαίδι): ~ γιος. Θετή κόρη. Θετό παιδί.
[λόγ. < αρχ. θετός]