Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεσπίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεσπίζω [θespízo] -ομαι Ρ2.1 : εισάγω ένα θεσμό και τον επιβάλλω ως νόμο: Tο κράτος θα θεσπίσει αυστηρά μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής / της τρομοκρατίας.

[λόγ. < ελνστ. θεσπίζω (στη νέα σημ.) < αρχ. θεσπίζω `προφητεύω΄ σημδ. (ελνστ.) λατ. sancio]

[Λεξικό Κριαρά]
θεσπίζω.
  • 1)
    • α) Θεσπίζω, καταγράφω, καθορίζω:
      • (Ασσίζ. 7419
      • ένι θεσπισμένον εις το παρόν βιβλίον (Ασσίζ. 23029
    • β) αποφασίζω, ορίζω:
      • (Ασσίζ. 34922
    • γ) διατάσσω:
      • (Καναν. 86
    • δ) επιβάλλω:
      • τοιούτην τιμωρίαν τής εθέσπισαν (Ασσίζ. 1194).
  • 2) Διορίζω:
    • τους κριτάδες τους εθέσπισαν διά να ποίσουν κείμενον (Ασσίζ. 27816).
  • 3) Δηλώνω:
    • (Ασσίζ. 11318).

[αρχ. θεσπίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες