Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θενά [θená & θena] μόριο : (λογοτ., λαϊκότρ.) εισάγει μια μελλοντική έννοια αντί του θα: ~ ΄ρθει μια / η μέρα / ώρα / στιγμή. ΠAΡ έκφρ. αν είναι νά ΄ρθει, ~ ΄ρθει*, (αλλιώς θα προσπεράσει).

[ελνστ. θέλω ἵνα (δες στο θα) > μσν. γ' πρόσ. θέλει (ως βοηθητικό ρ.) ἵνα > θέλ΄ ινα (ίσως χωρίς τόνο στη δεύτερη λ.) > θένα > θενα (άτονο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες