Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θειώδης -ης -ες [θióδis] Ε11 : που μοιάζει με το θειάφι, κίτρινος ή κιτρινοπράσινος· (κυρ. στη χημ.) ονομασία ορισμένων ενώσεων του θείου: Θειώδη οξέα / άλατα.
[λόγ. < ελνστ. θειώδης `που περιέχει θειάφι (δες λ.)΄ & σημδ. λατ. sulfureus (σύγκρ. θειούχος)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θείωση η [θíosi] Ο33 : 1. το θειάφισμα. 2. (χημ.) εμπλουτισμός μιας ουσίας με θείο ή με θειούχα ένωση: ~ του καουτσούκ, βουλκανισμός.
[λόγ. θεί(ον) -ωσις > -ωση μτφρδ. γαλλ. sulfurisation (δες στο θειάφι)]